αταλάντη

αταλάντη
(atalante). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρυτιδών, με 15 είδη που φυτρώνουν στην Ινδία, στα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και στην Αυστραλία. Πρόκειται για μικρά δέντρα ή θάμνους, συνήθως αγκαθωτά, αειθαλή, με φύλλα γυαλιστερά και με νεύρωση πυκνή και δικτυωτή, που προεξέχει. Ο καρπός τους έχει μέγεθος και μορφή μικρού πορτοκαλιού αλλά με χρώμα λεμονιού. Είναι φυτά καλλωπιστικά, για το ωραίο τους φύλλωμα και τα αρωματικά τους άνθη, που αντέχουν στη ξηρασία και είναι κατάλληλα για τον εμβολιασμό σχεδόν όλων των εσπεριδοειδών για τη δημιουργία νέων μορφών. Το γνωστότερο είδος με χυμώδη καρπό είναι η α. η μονόφυλλη, μικρό δέντρο της Ινδίας και της Σρι Λάνκα, συνήθως αγκαθωτό, με καρπό που μοιάζει με μικρό πορτοκάλι. Από τα φυτά που έχουν ξερό καρπό, γνωστότερο είδος είναι η α. η κεϋλανική, που φυτρώνει επίσης στις ίδιες χώρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀταλάντη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀταλάντῃ — Ἀταλάντη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αταλάντη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η έντονα αρρενωπή ομορφιά της Α., η δεινότητά της στο κυνήγι, το γρήγορο τρέξιμό της, η αγάπη της για την άγρια ζωή και η εμμονή στην παρθενία της την ταυτίζουν αρκετά με την Άρτεμη. Κατά τη βοιωτική εκδοχή του μύθου ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀταλάνταις — Ἀταλάντη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀταλάντην — Ἀταλάντη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀταλάντης — Ἀταλάντη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …   Dictionary of Greek

  • Καλυδώνιος Κάπρος — Μυθολογικό ον. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ένας αγριόχοιρος με εξαιρετική δύναμη. Τον έστειλε στην Καλυδώνα της Αιτωλίας (βλ. λ. Καλυδών) η Άρτεμη για να εκδικηθεί την ασέβεια του βασιλιά Οινέα, ο οποίος προσέφερε θυσία σε όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

  • Аталанта — (Atalanta, Αταλάντη). Красивая и замечательно быстроногая девушка, решившая не выходить замуж. Она была дочь Иаза и Климены и была брошена отцом тотчас после своего рождения. Медведица вскормила ее (символ Артемиды), она сделалась охотницей,… …   Энциклопедия мифологии

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”